Ελεύθερη Βούληση και Πεπρωμένο

«Υπάρχει ελεύθερη βούληση ή όλα είναι προκαθορισμένα;» Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη απορία που εκφράζει κάποιος όταν συναντά έναν αστρολόγο. Σ’ αυτό το πολυσυζητημένο εδώ και αιώνες θέμα αναφέρεται o δάσκαλός μου, John Frawley, στη διάλεξη που έδωσε στο 4ο Συνέδριο Πραγματικής Αστρολογίας τον Ιούνιο του 2010.  Μετάφραση στα ελληνικά με την άδεια του συγγραφέα. Για το πρωτότυπο κείμενο βλ. Free Will and Predestination.
Η αντίληψη του κόσμου με τις αισθήσεις και το αβέβαιο της γνώσης
[…] Θα ήθελα τώρα να εμβαθύνω στις ιδέες που βρίσκονται πέρα από αυτό που κάνουμε όταν ασκούμε την αστρολογία, πέρα από το σύνηθες «Μόνο ο Θεός ξέρει!». Θα ξεκινήσω από το πού βρισκόμαστε σε σχέση με τον σκεπτικισμό, την ιδέα δηλαδή της αμφιβολίας. Πώς μπορούμε να πούμε κάτι με απόλυτη βεβαιότητα; Πώς μπορούμε στην πραγματικότητα να γνωρίζουμε κάτι;

Όταν ήσουν στο Δημοτικό, πιθανότατα έκανες το γνωστό πείραμα στο μάθημα της Φυσικής όπου ο δάσκαλος έδενε τα μάτια κάποιου παιδιού και του έβαζε ένα μήλο στο στόμα, ενώ του έδινε να μυρίσει ένα κρεμμύδι. Το παιδί νόμιζε ότι έτρωγε κρεμμύδι. Η γνώση και οι σκέψεις μας τελικά ανάγονται, με κάποιον τρόπο, στις προσλαμβάνουσες των αισθήσεών μας. Πώς ξέρουμε ότι αυτές οι προσλαμβάνουσες είναι σωστές; Και πώς ξέρουμε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε όταν μιλάμε για ένα θέμα είναι το ίδιο με αυτό που περνάει από το μυαλό του συνομιλητή μας;

Ο σκεπτικισμός1 γεννά αμφιβολίες αν υφίσταται ένα στέρεο έδαφος, ένα κοινό πεδίο για να επικοινωνούμε μεταξύ μας ή ακόμη και με τον ίδιο μας τον εαυτό, ώστε να μπορούμε να εξηγούμε με αξιοπιστία τις προσλαμβάνουσες των αισθήσεων. Για παράδειγμα, μήπως νομίζω ότι με πονάει το σπασμένο μου πόδι μόνο και μόνο επειδή αυτό περιμένω να συμβεί; Αυτό άραγε γίνεται εξαιτίας λανθασμένων εντυπώσεων και ψευδών αντιλήψεων, όπως όταν κατασκευάζουμε με τόση ευκολία ψευδείς αναμνήσεις; Πώς μπορούμε να το ξέρουμε στα σίγουρα;

Ως αστρολόγοι, λοιπόν, πού βρισκόμαστε σε σχέση με τον σύγχρονο άνθρωπο; Μπορούμε να κατανοήσουμε το σύμπαν ή όχι; Υπάρχει Θεός και, αν υπάρχει, τι είναι αυτός ο Θεός; Πώς θα μπορούσαμε να τον περιγράψουμε; Πώς συμπεριφέρεται απέναντί μας;

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: τι ακριβώς κάνουμε με την αστρολογία; Η σχετικιστική ιδέα του «ισχύει για μένα», που αποτελεί δόγμα για τον σύγχρονο άνθρωπο, φαίνεται να καθιστά την αστρολογία υπό πραγματικούς όρους αδύνατη.

Σκέψου το εξής: εγώ είμαι ο σοφός αστρολόγος κι εσύ είσαι ο πελάτης μου. Σου λέω: «Ο Κρόνος εδώ σημαίνει το τάδε». Αυτή είναι η δική μου αλήθεια. Κι εσύ σκέφτεσαι: «Ναι, αλλά τι γίνεται με τη δική μου αλήθεια;» – κάτι που συνιστά ένα πολύ σημαντικό μέρος της εξίσωσης, ειδικά αφού εσύ είσαι αυτός που πληρώνει τον λογαριασμό! Αυτό που είναι αλήθεια για μένα δεν έχει απαραίτητα σχέση με εσένα και με τη δική σου αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό το σχετικιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα δουλέψουμε, είναι και αυτό το οποίο εσύ ως πελάτης μου καλείσαι να αποδεχθείς.

Στον δυτικό πολιτισμό, τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια, αυτή η συζήτηση, μέχρι πρόσφατα και για προφανείς ιστορικούς λόγους, έχει διεξαχθεί κυρίως από χριστιανούς μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής θρησκείας. Υπήρξε σημαντική η συνεισφορά των μουσουλμάνων και των Εβραίων σοφών, αλλά η κύρια πορεία του διαλόγου έχει λάβει χώρα εντός του χριστιανισμού. Κι όμως, αν επανεξετάσουμε αυτήν τη συζήτηση για το τι είναι και τι δεν είναι ο Θεός –κάτι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς καθορίζει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα– ο Θεός για τον οποίο γίνεται λόγος είναι σε μεγάλο βαθμό ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης. Η συζήτηση αναφέρεται ελάχιστα στο κεντρικό γεγονός του χριστιανισμού, δηλαδή στο ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για χάρη μας: ο Θεός κατεβαίνει στη δημιουργία για να μας επαναφέρει κοντά Του. Έτσι, παρότι η συζήτηση διεξάγεται εντός του χριστιανισμού, αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό σε μη χριστιανικούς όρους: στον πυρήνα του σχολαστικού επιχειρήματος βρίσκεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και όχι ο Θεός της Καινής.

Η μεγάλη τομή ανάμεσα στην αρχαία σκέψη και στη σύγχρονη θεωρείται ότι έγινε γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα, την περίοδο που σήμερα αποκαλούμε «Διαφωτισμό». Ο «Διαφωτισμός» όπως και η «Αναγέννηση» είναι όροι του 19ου αιώνα: κανείς από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής δεν θεωρούσε τον εαυτό του μέρος του Διαφωτισμού, όπως και ο Ραφαήλ ή ο Λεονάρντο δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους «ανθρώπους της Αναγέννησης». Όμως οι ρίζες της σύγχρονης σκέψης φτάνουν πολύ πριν από τον Διαφωτισμό. Ένα κατάλληλο σημείο εκκίνησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Γουλιέλμος του Όκκαμ. Όμως δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σημείο για να μπορούμε να πούμε «εδώ ξεκίνησε η σύγχρονη σκέψη». Πάντα υπάρχει κάτι που προηγήθηκε, ενώ πολύ πριν από τον Όκκαμ υπήρχαν συζητήσεις για τον σκεπτικισμό ή γι’ αυτό που αργότερα ονομάστηκε νομιναλισμός2, ακόμη και για τον ατομισμό. Ο ατομισμός είναι η ιδέα ότι ο κόσμος δημιουργείται εκ νέου κάθε στιγμή. Αυτό συνιστά μια θέση που δεν είναι εύκολο να την αντικρούσει κανείς, διότι αν ο κόσμος δημιουργείται εκ νέου κάθε στιγμή, τότε και όλες μας οι αναμνήσεις δημιουργούνται εκ νέου κάθε στιγμή, κάτι που καθιστά πολύ δύσκολη την απόδειξη του αντιθέτου. Το γιατί ο Θεός θα μπαίνει σε τόσο κόπο είναι, νομίζω, ένα επαρκώς πειστικό επιχείρημα εναντίον αυτής της ιδέας. «Εντάξει, δημιούργησες τον κόσμο μία φορά· γιατί τον καταστρέφεις και τον ξαναδημιουργείς κάθε στιγμή;» Είμαστε όμως εμείς αρμόδιοι να κρίνουμε;

 

Ο Όκκαμ3 και το «ξυράφι του»

Ας επιστρέψουμε όμως στον Όκκαμ. Ήταν Άγγλος φιλόσοφος, γνωστός βεβαίως για το περίφημο «ξυράφι του Όκκαμ». Αυτό συνήθως ερμηνεύεται ως εξής: «πήγαινε κατευθείαν στην ουσία»· εξαιρετικό μότο για κάθε ωριαίο αστρολόγο ή, μάλλον, για οποιονδήποτε αστρολόγο. Στην πραγματικότητα όμως δεν είπε αυτό. Το βασικό νόημα των λεγομένων του ήταν: «Είναι περιττό να πολλαπλασιάζετε τα “καθολικά”».

 

Γουλιέλμος του Όκκαμ, 1287-1347.

Τι είναι ένα «καθολικό»; Αν πω «σκεφτείτε έναν μαύρο σκύλο», ο καθένας σας θα σχηματίσει μια διαφορετική εικόνα ενός μαύρου σκύλου στο μυαλό του. Η έννοια του μαύρου σκύλου σχετίζεται με δύο «καθολικά». Το ένα είναι το καθολικό της «σκυλίσιας φύσης»: η εικόνα του σκύλου που έχετε στο μυαλό σας συμφωνεί με κάποιον τρόπο με την αφηρημένη, τη γενική ιδέα του «σκύλου». Ωστόσο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η δική σας εικόνα και η δική μου εικόνα δεν συμφωνούν με τον ίδιο τρόπο με την αφηρημένη έννοια του σκύλου. Η δική σας εικόνα και η δική μου συμμορφώνονται επίσης με κάποιον τρόπο με την αφηρημένη έννοια του «μαύρου», που είναι το δεύτερο «καθολικό» εδώ. Η ιδέα μας για το τι είναι «σκύλος» πιθανώς διαφέρει σε μεγάλο βαθμό· μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι η ιδέα μας για το τι είναι «μαύρο» θα είναι λίγο-πολύ η ίδια – αλλά πώς το ξέρουμε; Στα λατινικά, για παράδειγμα, υπάρχουν δύο λέξεις που περιγράφουν διαφορετικά είδη του μαύρου χρώματος, ενώ στα αγγλικά υπάρχει μόνο μία. Επομένως, ακόμη και για τη φαινομενικά απλή έννοια «μαύρος σκύλος», τα «καθολικά» διαφοροποιούν σημαντικά τη δική μου αντίληψη από τη δική σου.

Το επιχείρημα του Όκκαμ είναι ότι πρέπει να περιορίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τη χρήση των «καθολικών» στις συζητήσεις μας. Αυτό αποκτά εξέχουσα σημασία όταν αρχίζουμε να μιλάμε για τον Θεό.

Για παράδειγμα, αν ρωτήσουμε αν ο Θεός είναι αρσενικός ή θηλυκός, τότε εισάγουμε «καθολικά» στην έννοια του Θεού. Έχει ο Θεός ροζ ή μπλε οδοντόβουρτσα; Αυτό περιορίζει την έννοια του Θεού μέσα στους όρους της περιγραφής – κάτι που πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε. Ο Όκκαμ ζητά να απελευθερώσουμε την ιδέα από τους περιορισμούς που της επιβάλλουν οι όροι της περιγραφής. Αν απορρίψουμε τα «καθολικά», τελικά η περιγραφή καταλήγει απλώς σε κάτι πολύ συγκεκριμένο, σε «εκείνο το πράγμα εκεί». Είναι απλώς το πράγμα αυτό καθαυτό. Δεν είναι πια «ο μαύρος σκύλος»· είναι απλώς ο Φίντο εκεί στη γωνία.

Το πρόβλημα είναι ότι αν απορρίψουμε όλα τα «καθολικά», γίνεται αδύνατο να επιχειρηματολογήσουμε με τη συλλογιστική λογική, που είναι θεμελιώδης στην ιστορία της σκέψης. Δεν μπορούμε πλέον να πούμε «αυτό είναι μαύρο και εκείνο είναι μαύρο, επομένως συμμετέχουν στην έννοια του μαύρου», γιατί χωρίς το «καθολικό» δεν ξέρουμε τι είναι το μαύρο. Χωρίς «καθολικά» δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε ή να αποδείξουμε τίποτα από τις πρώτες αρχές – πράγμα που κάνουμε εξ ορισμού ως αστρολόγοι. Με την παραδοσιακή αστρολογία επιχειρηματολογούμε διαρκώς βασισμένοι σε πρώτες αρχές, γιατί αλλιώς έχουμε μόνο εμπειρικά γεγονότα, και η επιχειρηματολογία από εμπειρικά γεγονότα είναι εξόχως προβληματική. «Έχω τη Σέντνα στο Μεσουράνημά μου· άρα πρέπει να είμαι θεά των Εσκιμώων!» Όχι, δεν είσαι.

Ο δρόμος που ξεκινά από τον Όκκαμ και περνά από τον Φράνσις Μπέικον μάς οδηγεί στους σημερινούς επιστήμονες, οι οποίοι έχουν υποκαταστήσει τον ρόλο των ποιητών ως αθέατοι νομοθέτες της εποχής μας. Μιλώντας πολύ γενικά, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ‒και όχι άδικα‒ ότι η επιστήμη σήμερα δεν διατυπώνει επιχειρήματα πλέον ούτε άλλωστε είναι ικανή να το κάνει με βάση τις πρώτες αρχές αλλά μόνο με βάση τα φαινόμενα. Πάρε μερικά συγκλίνoντα φαινόμενα και προσπάθησε να τα εντάξεις σε μια πειστική υπόθεση, πράγμα που σημαίνει πως διεκδικώντας την επιστημονικότητά της, η νεωτερικότητα έχει εγκαταλείψει την επιστήμη με την αληθινή έννοια της λέξης. Δεν προσπαθεί πια να κατανοήσει τα πράγματα, αλλά έχει γίνει καθαρά τεχνολογική ή, με μια λέξη που οι επιστήμονες δεν θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για τον εαυτό τους, μαγική. Με το να εστιάζουν μόνο στα φαινόμενα χωρίς να τα κατανοούν, οι σύγχρονοι επιστήμονες τοποθετούν τον εαυτό τους στη θέση των μάγων της Αιγύπτου, εναντίον των οποίων ύψωσε τη φωνή του ο Μωυσής. Όντως, μπορούν να κάνουν μερικά καταπληκτικά κόλπα, για τα οποία όλοι είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες: για παράδειγμα προτιμώ χίλιες φορές να γράψω αυτήν τη διάλεξη σε υπολογιστή παρά με φτερό. Όμως κάτι σημαντικό, στον πυρήνα του θέματος, έχει χαθεί.

Η δημοφιλής πλευρά της επιστήμης, που καθορίζει τι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία και παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της θεωρητικής γλώσσας της εποχής μας, λέει ότι η εξέλιξη της σύγχρονης επιστήμης έβαλε τέλος στις δεισιδαιμονίες, στην τελετουργική μαγεία, στις μάγισσες και σε τέτοιου είδους πράγματα. Ο Γαλιλαίος άνοιξε το στόμα του και όλοι ξαφνικά κατάλαβαν πόσο γελοίο ήταν να πιστεύουν τέτοιες ανοησίες. Αυτό δεν είναι αλήθεια! Η μεγάλη εποχή της μαγείας και μάλιστα της τελετουργικής μαγείας ήταν η εποχή κατά την οποία γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη, και η επιστήμη δεν κούνησε το μαγικό της ραβδάκι να εξαφανίσει αυτόν τον κόσμο.

Από τη μία, οι άνθρωποι ίδρυαν τη Βασιλική Εταιρεία, που θεωρείται ορόσημο στην ιστορία της επιστήμης· από την άλλη, περίπου την ίδια εποχή, ο Matthew Hopkins κάρφωνε καρφίτσες στις κρεατοελιές των ανθρώπων για να αποκαλύψει τις μάγισσες. Όσο πιο επιστημονικός γινόταν ο κόσμος τόσο πιο μαγικός κατέληγε.

Η ελευθερία και η παντοδυναμία του Θεού

Για μας τους αστρολόγους, η ιδέα των «καθολικών» είναι λιγότερο σημαντική από κάποια άλλα πράγματα που έλεγαν ο Όκκαμ και οι νομιναλιστές ‒ για τους οποίους ο Όκκαμ ήταν εμβληματική μορφή όσον αφορά την έννοια του Θεού. Ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν την παντοδυναμία και την ελευθερία του Θεού: ο Θεός πρέπει να είναι παντοδύναμος· πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερος. Ένας από τους κανόνες τους λοιπόν ήταν ότι ο Θεός δεν μπορεί να είναι υπόχρεος σε κανέναν. Ο Θεός δεν μπορεί να είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να σκέφτομαι «θα βοηθάω μια ηλικιωμένη να περάσει τον δρόμο κάθε μέρα, οπότε ο Θεός θα πρέπει να μου επιτρέψει την είσοδο στον Παράδεισο», γιατί αυτό μου δίνει εξουσία πάνω στον Θεό – και αυτό δεν είναι δυνατόν. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μού οφείλει κάτι. Περιορίζει την ελευθερία Του, γιατί μπορεί να είμαι πολύ ενάρετος βοηθώντας την ηλικιωμένη να περάσει τον δρόμο κάθε μέρα, αλλά μπορεί απλώς ο Θεός να μη με συμπαθεί. Έχει την ελευθερία να το κάνει αυτό, γιατί είναι απόλυτα ελεύθερος. Ή μπορεί να αποφασίσει ότι σήμερα δεν είναι καλοί αυτοί που βοηθούν τις ηλικιωμένες να περάσουν τον δρόμο, αλλά εκείνοι που σπρώχνουν τη γιαγιά μπροστά στις ρόδες του λεωφορείου. Αυτούς θα αφήσει σήμερα να μπουν στον Παράδεισο – και μπορεί να το κάνει, γιατί είναι ελεύθερος να το κάνει. Ή μπορεί να σκεφτεί «ξεχάστε αυτήν την ιδέα τού να είσαι καλός! Ξεχάστε ακόμη και την ιδέα ότι το να σπρώχνεις τη γιαγιά μπροστά στο λεωφορείο είναι καλό! Θα αφήσω σήμερα όλους τους κακούς να μπουν. Γιατί είμαι ελεύθερος να επιλέγω έτσι». Ή μπορεί να σκεφτεί: «Τι στο καλό! Θα αφήσω σήμερα όλους τους οπαδούς της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είτε είναι καλοί είτε κακοί ή και αδιάφοροι». Γιατί είναι απόλυτα ελεύθερος και δεν τον δεσμεύει κάτι.

Ωστόσο, ούτε η παντοδυναμία του Θεού μπορεί να περιοριστεί. Για παράδειγμα, ο Θεός  μπορεί να δημιουργήσει μια πέτρα τόσο βαριά, που να μην μπορεί να τη σηκώσει. Γιατί είναι παντοδύναμος. Δεν υπερβάλλω εδώ: όσο απίθανο κι αν ακούγεται, αυτό το επιχείρημα διατυπώθηκε με απόλυτη σοβαρότητα από τους νομιναλιστές. Και, για κάποιο λόγο, έγινε ευρέως αποδεκτό.

Τώρα, υπάρχουν δύο επιχειρήματα γι’ αυτό. Το ένα είναι το προφανές: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και μην κατέβεις μέχρι να σταματήσεις να είσαι ανόητος!» Αυτή ήταν άλλωστε και η άμεση αντίδραση της Εκκλησίας στη σκέψη των νομιναλιστών. Και έτσι εξηγείται γιατί ο Άγιος Φραγκίσκος είχε τόσα προβλήματα με την Εκκλησία. Ο Άγιος Φραγκίσκος δεν ήταν απλώς ο τύπος που διηύθυνε το καταφύγιο ζώων· ήταν ένθερμος νομιναλιστής με πλήρη συνείδηση των ιδεών αυτών. Εξ ου η φτώχεια και η επαιτεία· γιατί αν δεν ξέρεις τι πρόκειται να κάνει ο Θεός στη συνέχεια ‒επειδή ο Θεός είναι απολύτως ελεύθερος‒ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφήσεις τον εαυτό σου στο έλεος Του, χωρίς να εγείρεις καμιά απαίτηση, έτοιμος να δεχτείς ό,τι αποφασίσει να σου παράσχει.

Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης (1181-1226), Ιταλός μυστικιστής, ποιητής και καθολικός μοναχός, που ίδρυσε το θρησκευτικό τάγμα των Φραγκισκανών, προστάτης των φτωχών, των ασθενών, των ζώων, της φύσης.

Τελικά, η Εκκλησία διαπίστωσε ότι το επιχείρημα «πήγαινε στο δωμάτιό σου και μην κατέβεις αν δεν…» δεν λειτουργούσε και τόσο καλά, οπότε εφάρμοσε τη συνήθη πρακτική της: αγκάλιασε τον Άγιο Φραγκίσκο, τον δέχτηκε στους κόλπους της και του βρήκε κάτι χρήσιμο να κάνει. Αυτό ακριβώς κάνουμε και στη γενέθλια αστρολογία. Δεν λέω βέβαια ότι η αντιμετώπιση του Αγίου Φραγκίσκου από την Εκκλησία είχε αστρολογική βάση, ωστόσο υποδεικνύει μια σωστή αστρολογική αρχή. Αν έχεις έναν προβληματικό πλανήτη στον γενέθλιο χάρτη σου, δεν του φωνάζεις λέγοντας «Άκου, φύγε άσχημε Ερμή! Δεν σε συμπαθώ!» Αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Ο πλανήτης είναι στον χάρτη σου και δεν είναι δυνατόν να τον πετάξεις έξω. Μπορείς, όμως, να του βρεις μια δουλειά, και όσο περισσότερα του βρίσκεις να κάνει, τόσο λιγότερο χρόνο θα έχει για να σου προκαλέσει προβλήματα. Είναι η ίδια αρχή: φέρ’ τον στο μαντρί (δηλαδή χρησιμοποίησέ τον – ΣτΜ).

Υπάρχει κι ένα άλλο επιχείρημα εναντίον αυτών των σημείων σχετικά με την ελευθερία και την παντοδυναμία, που τις εξετάζει σε ένα αρκετά βαθύτερο επίπεδο. Θα επανέλθω σε αυτό αργότερα.

Οι νομιναλιστικές ιδέες, αν και στην αρχή είχαν περιορισμένη ισχύ, στη συνέχεια απέκτησαν τεράστια σημασία και οδήγησαν στο τέλος του σχολαστικισμού, ο οποίος βασιζόταν στα λεπτομερή και συχνά κουραστικά επιχειρήματα που διατύπωναν οι αυθεντίες. Αυτό όμως δεν συνέβη μόνο και μόνο επειδή κάποιος είχε μερικές λαμπρές ιδέες. Η Ευρώπη βρισκόταν σε μια κατάσταση μεγάλης αναστάτωσης εκείνη την εποχή. Η τελευταία Σταυροφορία είχε μόλις λήξει αποτυγχάνοντας παταγωδώς, με χριστιανούς να σφάζουν άλλους χριστιανούς, κάτι πρωτοφανές. Αυτή η κατάσταση γέννησε στους ανθρώπους σοβαρές αμφιβολίες. «Τι συνέβη; Ίσως ο Θεός να είναι με το μέρος τους και όχι με το δικό μας!» Στη συνέχεια ενέσκηψε η Μαύρη Πανώλη, η οποία εξόντωσε περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Ωστόσο, αυτό το ένα τρίτο δεν κατανεμήθηκε ισομερώς. Πολλές περιοχές παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτες από τη νόσο, ενώ άλλες σχεδόν αποδεκατίστηκαν· ιδιαίτερα η Ιταλία, η οποία ήταν, φυσικά, ένα από τα κέντρα της θεολογικής διαμάχης.

Αν εξετάσουμε το γεγονός από την οπτική γωνία του νομιναλισμού, με έμφαση στην απόλυτη ελευθερία του Θεού, αναρωτιόμαστε: «Τι πρόκειται να πράξει ο Θεός στη συνέχεια;» Το χάος που επικρατούσε την εποχή εκείνη δημιούργησε ένα εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν αυτές οι ιδέες. Δεν ήταν εύκολο να αποδεχθεί κανείς ότι ο Θεός διευθύνει ένα οργανωμένο, μηχανικά καθοδηγούμενο σύμπαν.

Ο Έρασμος4, αργότερα, περιέγραψε τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των νομιναλιστών και των σχολαστικιστών5 ως «προχωρημένη παραφροσύνη». Ο Έρασμος δεν ήταν άνθρωπος που μάσαγε τα λόγια του! Αλλά, ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για παραφροσύνη ή όχι, παραμένουμε ακόμη εγκλωβισμένοι στις συνέπειες αυτών των αντιπαραθέσεων, διότι ακριβώς όπως όταν βρίσκεσαι σε διαφωνία με κάποιον και τα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου χωρίς να μπορείς να τα αναιρέσεις, έτσι κι αυτές οι ιδέες, εφόσον καταγράφηκαν, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν. Απέκτησαν τεράστια επιρροή, η οποία μεγάλωνε συνεχώς. Αποτέλεσαν δε μια από τις βασικές αιτίες της Μεταρρύθμισης. Μέχρι την ενηλικίωση του Λούθηρου6, τα πανεπιστήμια ήταν υπό τον έλεγχο των νομιναλιστών, ενώ η διδασκαλία του Αριστοτέλη είχε απαγορευτεί. Έτσι, όποιος μεγάλωνε εκείνη την εποχή, ανατρεφόταν σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούσαν αυτές οι ιδέες.

 

Πετράρχης: η λατρεία του Εγώ

Ας ρίξουμε μια ματιά στον χάρτη κάποιου εξαιρετικά σημαντικού προσώπου στην ιστορία της Δύσης, του Φραγκίσκου Πετράρχη7.

 

 

Φραγκίσκος Πετράρχης, 28 Ιουλίου 1304, 4.33 π.μ., Αρέτσο, Ιταλία.

Θυμηθείτε πόσο σημαντικός είναι ο Ερμής για την αποκάλυψη του κινήτρου. Τι θέλει να κάνει αυτό το άτομο; Τι θεωρεί πραγματικά σημαντικό;

Ακροατής: Τον Ήλιο.

Ακριβώς. Τι αρέσει πραγματικά στον Ερμή; Βρίσκεται στο ζώδιο του Ήλιου, στην τριπλότητα του Ήλιου και είναι καζίμι – «στην αγκαλιά του Ήλιου». Και τι είναι ο Ήλιος σε αυτόν τον χάρτη; Είναι ο Κυβερνήτης του Ωροσκόπου. Οπότε, τι θεωρεί ο άνθρωπός μας πραγματικά σημαντικό; «Το Εγώ!» Και τι Ήλιος είναι αυτός; Διαθέτει μεγάλη θεμελιώδη δύναμη, επειδή βρίσκεται στο δικό του ζώδιο και στη δική του τριπλότητα και ακριβώς στον Ωροσκόπο, πράγμα που του δίνει μεγάλη τυχαία δύναμη. Έτσι, αυτό το άτομο κοιτάζεται στον καθρέφτη και λέει: «Θεέ μου, είμαι πραγματικά υπέροχος, έτσι δεν είναι; Ε, βέβαια, είμαι!» Και το πιστεύει· είναι πεπεισμένος ότι το «Εγώ» του είναι απόλυτα υπέροχο.

Αυτό ίσως να μη φαίνεται σημαντικό για εμάς σήμερα, γιατί το θεωρούμε δεδομένο ότι το «Εγώ» είναι το πιο υπέροχο πράγμα στον κόσμο. Τι πρέπει να κάνω με τη ζωή μου; Πρέπει να εκπληρώσω το «Εγώ» μου, αυτό το υπέροχο πράγμα που είμαι. Πρέπει να μελετώ το NLP και να κάνω τάι τσι και να λέω ψαλμούς επιζητώντας την αφθονία και… καταλαβαίνετε το σενάριο· είμαι σίγουρος.

 

Ωστόσο, το γεγονός ότι θεωρούμε κάτι τέτοιο δεδομένο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η συγκεκριμένη στάση αποτέλεσε δική του επινόηση. Κανείς δεν σκεφτόταν έτσι πριν από αυτόν. Ακόμα και ο μεγαλύτερος τύραννος, για τον οποίο θα μπορούσατε να υποθέσετε ότι το «Εγώ» του είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, δεν το αντιλαμβανόταν με αυτούς τους όρους, σαν ένα είδος φιλοσοφικής θεμελίωσης όλης της ζωής, δηλαδή με όρους του «πόσο πολύτιμος και υπέροχος είμαι εγώ». Αυτός ο άνθρωπος επινόησε τη λατρεία του ατόμου, την τόσο προφανή για εμάς σήμερα, τον δεδομένο τρόπο με τον οποίο πρέπει να είναι τα πράγματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη χρειάζεται να τον επανεξετάσουμε.

 

O Φραγκίσκος Πετράρχης.

Αυτός είναι ο Πετράρχης, ο Φραγκίσκος Πετράρχης. Έγραψε ένα βιβλίο που ονομάζεται «Το μυστικό μου», το οποίο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στο Εγώ. Μια τόσο καθαρή εικόνα αυτής της αντίληψης υπάρχει στον γενέθλιο χάρτη του. Υπάρχει αυτός ο καζίμι Ερμής, που σκέφτεται ότι το Εγώ είναι εξαιρετικά συναρπαστικό και ακριβώς μέσα στον πρώτο οίκο: «Το κρατώ σφιχτά το μυστικό μου. Μπορείτε να το κοιτάξετε αν θέλετε, αλλά το σημαντικό αφορά Εμένα». Επρόκειτο για ένα έντονα εσωστρεφές έργο. Ήταν τρόπον τινά βασισμένο στις Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου, αλλά οι Εξομολογήσεις δεν ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή, οπότε ό,τι είχε δει από αυτές ήταν μερικές προτάσεις που είχαν παρατεθεί σε άλλα έργα. Το δικό του βιβλίο ήταν πολύ πιο διερευνητικό και εσωστρεφές από ό,τι ήταν του Αυγουστίνου. Δεν υπήρξε ποτέ πριν βιβλίο σαν αυτό, αφιερωμένο στην εξερεύνηση κάθε γωνίας και κρυφού σημείου του Εγώ και του τι είναι σημαντικό για το Εγώ.

Ήταν εξαιρετικά ενοχλημένος από τις απόψεις των Βρετανών – μια στάση που κατανοώ πλήρως! Αλλά η ιδιαίτερη ένστασή του αφορούσε τον Όκκαμ και τους υποστηρικτές του, τους νομιναλιστές. Θεωρούσε ότι τα επιχειρήματά τους δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ανούσια λεπτολογία. Βρίσκουμε μια παρόμοια στάση αργότερα στον Πασκάλ, αλλά δυστυχώς ο Πετράρχης δεν την διατύπωσε με τον άμεσο τρόπο που το έκανε ο Πασκάλ, κάτι που ίσως να μας είχε σώσει από μερικές εκατοντάδες χρόνια ανούσιου σχολαστικισμού καθώς και από άλλες φιλοσοφικές πλάνες. Ο Πετράρχης πίστευε επίσης ότι η αγάπη για τα γήινα πράγματα μπορεί να ξεπεραστεί και το σχηματοποίησε στη σκέψη του από το παράδειγμα της ζωής κάποιου. Ναι, καλά καταλάβατε: της δικής του ζωής. «Έχω ξεπεράσει την αγάπη για τα γήινα πράγματα!» Ο ίδιος, μάλλον, δεν ήταν και τόσο γήινος.

Για εκείνον, το μόνο γήινο πράγμα που έχει αξία ήταν η αρετή, το να κάνεις το καλό, και το μόνο κίνητρο για να είσαι ενάρετος είναι η φήμη. Οι άνθρωποι θα εκτιμήσουν πόσο υπέροχος είσαι. Πριν από τον Πετράρχη, περιοριζόμασταν να εκτελούμε τον ρόλο μας στην Εκκλησία, στο κράτος, στην οικογένεια, στη γεωργία, ή σε οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση είχαμε. Όντως, ενώ όργωνες τα χωράφια και έσπερνες, δεν αφιέρωνες χρόνο για να σκεφτείς πώς θα καλλιεργήσεις τον εαυτό σου.

Ο Πετράρχης αποσύρθηκε από όλα αυτά. Αποποιήθηκε κάποιο ρόλο στην Εκκλησία, αρνήθηκε θέσεις στην πολιτική, γύρισε την πλάτη του σε εκείνες τις αναλυτικές φιλοσοφικές διαμάχες και πήγε σε μια εξοχική βίλα με μια ομάδα φίλων που είχαν παρόμοιο τρόπο σκέψης και οι οποίοι συμφωνούσαν με το προφανές γεγονός ότι ήταν υπέροχος, για να καλλιεργήσει τον εαυτό του. Αυτή η καλλιέργεια του εαυτού, έλεγε, δεν απαιτεί απλώς να ικανοποιείς κάθε ξαφνική επιθυμία, αλλά να κατανοείς σε βάθος τη φύση σου και να ακολουθήσεις την κλήση εκείνου που πραγματικά είσαι. Διατηρούμε την ελπίδα ότι όταν και εάν κατανοήσουμε την κλήση μας, αυτή θα είναι λίγο-πολύ ευχάριστη, γιατί, αν δεν είναι, ενδέχεται να μας προκαλέσει προβλήματα.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να εξετάσουμε τον εαυτό μας με προσοχή, κάτι που φυσικά θέλει να κάνει ο Πετράρχης. Τι θα μπορούσε να είναι πιο ενδιαφέρον για τον Ερμή του από αυτό; Για να το επιτύχουμε, η αστρολογία είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο. Δεν ξέρω αν ο Πετράρχης είχε ενδιαφέρον για την αστρολογία, αλλά αν είχε ασχοληθεί σοβαρά έστω και για λίγο, είμαι βέβαιος ότι θα είχε μαγευτεί. Θα διάβαζε τη Λίντα Γκούντμαν από την αρχή μέχρι το τέλος! Ή ίσως μόνο το ένα κεφάλαιο, ξανά και ξανά…

Ο Πετράρχης είναι ελάχιστα γνωστός σήμερα. Λίγοι τον διαβάζουν, κυρίως επειδή έχει ήδη κερδίσει τη μάχη. Η θέση του είναι ότι πρέπει όλοι να ακολουθούμε τη λατρεία του ατόμου – και ποιος είναι σήμερα εκείνος που χρειάζεται να πειστεί γι’ αυτό;

Όπως θα περιμέναμε, οι σχέσεις 1ου και 7ου οίκου στο γενέθλιο ωροσκόπιό του δεν είναι ευνοϊκές. Βλέπει την όμορφη Λάουρα, δεν καταφέρνει απολύτως τίποτα μαζί της, γράφει κάποια δακρύβρεχτα ποιήματα γι’ αυτήν και κερδίζει την αθανασία. Κοιτάξτε τον κυβερνήτη του πρώτου οίκου, το «Εγώ». Πόσο τον απασχολεί ο άλλος; Ενδεχομένως να τον απασχολούσε, αν ο άλλος βρισκόταν σε θέση προσκυνητή, γονατισμένος μπροστά του με μεγάλη ποσότητα λιβανιού – διαφορετικά όχι. Και κοιτάξτε τι συμβαίνει: ο κυβερνήτης του πρώτου οίκου μόλις απομακρύνεται από όψη με τον κυβερνήτη του έβδομου. Όπως έχουμε δει, ο κ. Πετράρχης αγαπά πολύ τον εαυτό του. Ο κυβερνήτης του έβδομου είναι επίσης στη δική του έξαρση. Και εκείνη αγαπά πολύ τον εαυτό της και βρίσκεται στην πτώση του κυβερνήτη του πρώτου, οπότε δεν τον βλέπει καθόλου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της. Εκείνος μπορεί να νομίζει ότι είναι υπέροχος, αλλά εκείνη πραγματικά δεν συμφωνεί.

Ας επιστρέψουμε στον Ερμή του Πετράρχη. Ο Ερμής σε καζίμι: στην καρδιά του Ήλιου. Η έννοια του καζίμι δεν είναι μόνο ότι ο πλανήτης σε καζίμι –στην προκειμένη περίπτωση ο Ερμής– έχει τη δύναμη του Ήλιου να ρέει μέσα από αυτόν, αλλά επειδή βρίσκεται σαν φίλτρο πάνω στον Ήλιο, όλη η ενέργεια του Ήλιου πρέπει να περάσει μέσα από αυτόν. Ο Ήλιος δεν έχει άλλον τρόπο έκφρασης. Επομένως, ο Ερμής του Πετράρχη είναι μια ακραία περίπτωση του ακραίου καζίμι, επειδή ο Ήλιος είναι τόσο ισχυρός, τόσο θεμελιωδώς όσο και τυχαία, και όλη αυτή η ενέργεια περνάει μέσα από τον Ερμή. Ασφαλώς, ο Πετράρχης έγραψε αρκετά. Αλλά κάθε φορά που κάνετε κλικ στον υπολογιστή σας για να αλλάξετε τη γραμματοσειρά σε πλάγια, γιορτάζετε τον Πετράρχη. Η πλάγια γραφή που δημιουργήθηκε στη Βενετία, βασίστηκε στον γραφικό χαρακτήρα του Πετράρχη. Θρυλικός Ερμής!

Ακροατής: Θα τον έκανε εξαιρετικά ευφυή;

Όχι. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι υπάρχουν πολλοί γενέθλιοι χάρτες εκεί έξω, όχι μόνον ο ένας που εξετάζουμε αυτήν τη στιγμή. Ο Ερμής σε ορθή πορεία παραμένει καζίμι για περίπου μισή μέρα, οπότε υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που γεννήθηκαν μέσα σε λίγες ώρες απόσταση από τον Πετράρχη και μοιράστηκαν τον καζίμι Ερμή του. Δεν ήταν όλοι τους έξυπνοι. Άλλωστε, τι είναι η εξυπνάδα; Οι καλύτερες προσπάθειες για τη μέτρησή της φαίνεται συχνά να χάνουν τον στόχο. Όπως και αν επιλέξουμε να την ορίσουμε, σίγουρα υπάρχουν πολύ περισσότερα σε αυτήν από το θέμα του Ερμή απλώς. Άνθρωποι με τον Ερμή στους Διδύμους ή στην Παρθένο, για παράδειγμα, δεν είναι πιο έξυπνοι από οποιονδήποτε άλλο, κάτι που δεν θα ίσχυε αν η εξυπνάδα περιοριζόταν απλώς στον Ερμή.

Αυτό που δείχνει το καζίμι είναι ότι η δύναμη του Ήλιου ρέει μέσω του Ερμή – όποια κι αν είναι η φύση αυτού του Ερμή. Σκεφτείτε τι λέει στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: Ο Ιησούς κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Αυτή είναι η συνηθισμένη μετάφραση, αλλά πιο ακριβής είναι η έκφραση «ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Πατρός». Ο Θεός Πατέρας είναι ο Ήλιος, οπότε το να είναι ο Ιησούς στον κόλπο Του, σημαίνει ότι ο Ιησούς είναι σε καζίμι.

Επομένως, η δύναμη του Θεού μπορεί να ρέει μόνο μέσω του Ιησού, και γι’ αυτό μέσω Αυτού έγιναν τα πάντα. Ο Θεός δεν αναθέτει απλώς μερικά από τα έργα Του στον Ιησού. Όλη η δύναμη του Θεού ρέει μέσω του Ιησού, του Λόγου: Ερμής σε καζίμι σε κοσμική κλίμακα.

Έτσι και με τον Πετράρχη: όλη η δύναμη του Ήλιου μπορεί να ρέει μόνο μέσω του πλανήτη σε καζίμι, οπότε ο Ήλιος, που είναι ο κυβερνήτης του πρώτου οίκου, το «Εγώ», μπορεί να βρει την έκφρασή του μόνο μέσω του Ερμή. Άρα όταν ο Πετράρχης αποφασίζει να καλλιεργήσει το «Εγώ» του, μπορεί να το κάνει μόνο μέσω του δικού του Ερμή. Δεν γράφτηκε σε γυμναστήριο για να χτίσει μυς.

 

Λούθηρος, Έρασμος, Ντεκάρτ και Πασκάλ

Ας επιστρέψουμε τώρα στην πορεία της σκέψης που προέρχεται από τους νομιναλιστές, η οποία, όπως είδαμε, δεν εντυπωσίασε καθόλου τον Πετράρχη.

Ο Λούθηρος, ο οποίος έλαβε νομιναλιστική εκπαίδευση, πίστευε –όπως και ο Άγιος Φραγκίσκος– ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε για να κερδίσουμε τη σωτηρία μας. Όλα εξαρτώνται αποκλειστικά από τον Θεό. Είναι στο χέρι Του.

Ο Έρασμος υπήρξε μεγάλος αντίπαλος του Λούθηρου, αν και μάλλον κατά τύχη: δεν είχε πρόθεση να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, αλλά ήταν τόσο ειλικρινής και ευθύς στον λόγο του, που τελικά ήρθαν σε σύγκρουση. Ο Έρασμος πίστευε ότι αυτή η στάση του Λούθηρου υπονόμευε την ηθική, διότι αν είμαι προορισμένος να σωθώ, τότε δεν υπάρχει λόγος να μην ακολουθώ κάθε μου επιθυμία. Αυτό είναι, φυσικά, ένας κυκλικός συλλογισμός, γιατί αν είμαι προορισμένος να σωθώ, τότε οι επιθυμίες μου πιθανόν να μην περιλαμβάνουν να σπρώξω τη γιαγιά κάτω από το λεωφορείο. Αυτή ακριβώς η ιδέα –ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω για να κερδίσω τη σωτηρία μου– οδήγησε τον Λούθηρο να διατυπώσει τη διάσημη δήλωσή του: «Αμάρτανε θαρραλέα!» Μη χασομεράς: αν πρόκειται να αμαρτήσεις, κάνε το σωστά. Το να πίνεις κρασί χωρίς αλκοόλ δεν μετράει. Μάλιστα, απέχοντας πολύ από την εικόνα του γκρινιάρη γέρου όπως συχνά παρουσιάζεται, ο Λούθηρος αγαπούσε την ομορφιά της ζωής. Σε μία από τις διάσημες διαλέξεις του, κρατούσε ένα τριαντάφυλλο μαζί του, ώστε να το μυρίζει και να θυμάται πόσο όμορφη είναι η Δημιουργία, για να αποτρέψει τον νου του από το να τον σύρει σε κάποια άγονη έρημο της λογικής κατά τη διάρκεια ενός λεκτικού διαξιφισμού – διατηρώντας πάντοτε την επαφή με την πραγματικότητα.

Παραλείποντας λοιπόν ελαφρά τη καρδία έναν αιώνα ή κάτι παραπάνω από την ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος, φτάνουμε στον Ντεκάρτ.8 Δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία γέννησης του Ντεκάρτ. Αυτό είναι ιδιαίτερα ατυχές, διότι αυτό που γνωρίζουμε είναι η ημερομηνία μιας νύχτας αποκάλυψης, που μεταμόρφωσε τη σκέψη του. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μπορούσαμε να δούμε τι συνέβαινε στο γενέθλιο ωροσκόπιό του εκείνη τη στιγμή, αλλά ‒φευ!‒ δεν μπορούμε.

Ο Ντεκάρτ ήταν κάπως ανορθόδοξος φιλόσοφος, καθώς το πεδίο μέσα στο οποίο καλλιέργησε τη φιλοσοφία του ήταν ευρύτερο από το συνηθισμένο. Αφιέρωσε μεγάλο μέρος των μελετών του σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «απόκρυφη» γνώση: τους Ερμητιστές, τους Ροδόσταυρους, τον Άλμπερτους Μάγκνους και όλους τους συνήθεις υπόπτους. Έτσι, επηρεάστηκε σημαντικά από ιδέες εκτός του φιλοσοφικού κυρίαρχου ρεύματος – κάτι που δεν ήταν καθόλου κακό, καθώς μέχρι την εποχή του το κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα είχε αρχίσει να στερεύει. Η 11η Νοεμβρίου 1619 ήταν η νύχτα της αποκάλυψής του. Είχε περάσει όλη τη μέρα βυθισμένος σε έντονες σκέψεις και πήγε για ύπνο περιμένοντας να δει ένα όνειρο που θα επιβεβαίωνε τα συμπεράσματά του. Μαντέψτε: ναι, είδε ένα τέτοιο όνειρο. Τουλάχιστον, έτσι είπε – αν και μπορούμε να κρατήσουμε μια επιφύλαξη.

Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος: «Σκέφτομαι άρα υπάρχω».

Η απάντησή του στο πρόβλημα του σκεπτικισμού, αυτής της ατελείωτης αμφιβολίας, του «πώς μπορώ να είμαι βέβαιος για οτιδήποτε;», ήταν το περίφημο «σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Συχνά αυτό εκλαμβάνεται με λάθος τρόπο, ως: «Το να σκέφτεσαι σου κάνει καλό! Να σκέφτεσαι κάθε μέρα και όλα θα πάνε καλά». Αλλά δεν εννοούσε αυτό.

Ο Ντεκάρτ ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το πρόβλημα της αμφιβολίας. Δεν μπορώ καν να είμαι βέβαιος ότι αυτό που σκέφτομαι είναι πράγματι αυτό που σκέφτομαι. Ίσως να πρόκειται για κάποιο τέχνασμα της αντίληψης, ίσως οι νοητικές μου λειτουργίες να παρεκκλίνουν. Όμως υπάρχει ένα πράγμα που ξέρω ακόμα κι όταν αμφιβάλλω: ότι σκέφτομαι. Γιατί αν δεν σκεφτόμουν, δεν θα αμφέβαλλα. Άρα ακόμη και η ίδια η αμφιβολία αποδεικνύει ότι σκέφτομαι.

Κι επομένως, υπάρχει επιτέλους κάποιο σταθερό έδαφος που η αμφιβολία δεν μπορεί να το σαρώσει. Ξέρω ότι σκέφτομαι, ακόμη κι όταν αμφιβάλλω – και σε αυτήν τη βάση μπορώ να χτίσω τα πάντα.

Πίστεψε λοιπόν ότι μπορούσε να οικοδομήσει ολόκληρη την επιστήμη της γνώσης, ως αξιόπιστη και αποδείξιμη, πάνω σε αυτό το γερό θεμέλιο. Πιο σοφοί άνθρωποι από μένα έχουν καταλήξει ότι αυτό δεν γίνεται. Κι αν και ο Ντεκάρτ έγινε ένα από τα μεγάλα ονόματα του φιλοσοφικού κανόνα, λίγα ουσιαστικά πράγματα προέκυψαν από αυτήν την αποκάλυψη. Ήταν ένα καλό σημείο εκκίνησης, για να χτίσει επάνω του… Και λοιπόν;

Πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, κατά τη γνώμη μας, είναι ο Πασκάλ9, που ήρθε λίγο αργότερα. Κι αυτός βίωσε μια καθοριστική «εμπειρία». Έχουμε γενέθλιο χάρτη για τον Πασκάλ, αλλά δυστυχώς είναι «διορθωμένος» – και ποιος ξέρει από ποιον. Θα ήταν ωραίο να είχαμε μια πιο αξιόπιστη ώρα γέννησης.

Η μεγάλη του εμπειρία συνέβη τη νύχτα της 23ης Νοεμβρίου 1654. Έγραψε το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας σε ένα κομμάτι χαρτί, το οποίο έραψε μέσα στο παλτό του και το κουβαλούσε μαζί του για το υπόλοιπο της ζωής του. Το βρήκαν μετά τον θάνατό του. Σήμερα, πιθανότατα θα το είχε κάνει τατουάζ στο στήθος – το να το ράψει στο παλτό του για μόνιμη φύλαξη ήταν πάνω-κάτω η ίδια ιδέα.

Αυτή ήταν η δική του απάντηση στο πρόβλημα της αμφιβολίας, του σκεπτικισμού, του «τι είναι αληθινό για μένα». Αυτό που έγραψε ήταν:

«Ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ – όχι των φιλοσόφων και των λογίων». Το νόημα είναι πως, αν ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ σε επισκεφθεί, δεν αναρωτιέσαι: «Χμμ… συμβαίνει όντως αυτό; Είναι αλήθεια;» Είσαι κολλημένος στον τοίχο από δέος και θαυμασμό. Το ξέρεις – χωρίς ίχνος αμφιβολίας. Όταν εμφανιστεί η πραγματικότητα, τότε ξέρεις τι είναι αληθινό!

Μπλεζ Πασκάλ.

Ο Πασκάλ απέρριψε το όλο πρόβλημα του σκεπτικισμού με χαρακτηριστική απλότητα και με έναν τρόπο εξαιρετικά σημαντικό για μας, τόσο όσον αφορά τη σχέση μας με τη νεωτερικότητα όσο και σε σχέση με πολλούς από τους κατοίκους του αστροκόσμου. Αυτό που είπε ο Πασκάλ ήταν: «Υποστηρίζω ότι ποτέ δεν υπήρξε ένας απόλυτα γνήσιος σκεπτικιστής». Ο σκεπτικισμός είναι ένα μικρό διανοητικό παιχνίδι που παίζουν οι άνθρωποι στον ιδιωτικό χώρο του σαλονιού τους, όταν νομίζουν ότι σκέφτονται σοβαρά για κάποια πράγματα. Κανείς δεν αμφιβάλλει πραγματικά, με τον τρόπο που υποστηρίζει ο σκεπτικισμός. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, όποιος πραγματικά υιοθετούσε τη σκεπτικιστική άποψη δεν θα μπορούσε ποτέ να κινήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι.

Ο σκεπτικισμός στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Το ίδιο ισχύει και για τον σημερινό σχετικισμό, το «τι είναι αλήθεια για μένα», το «η δική μου εκδοχή της αλήθειας έχει σημασία». Όχι, δεν έχει! Και όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Αν πας το αυτοκίνητό σου στο συνεργείο, η γνώμη σου για το αν πρέπει να βάλεις βενζίνη ή πετρέλαιο δεν είναι πραγματικά σημαντική. Αν βάλεις το λάθος καύσιμο, το αυτοκίνητο δεν θα κινηθεί. Και αν δεν λειτουργεί η τηλεόρασή σου, πρώτα έλεγξε, όπως λέει το εγχειρίδιο χρήσης, αν είναι στην πρίζα. Το τι είναι αληθινό για σένα δεν έχει σημασία· σημασία έχει η πραγματική πραγματικότητα. Αυτό που υπάρχει, είναι αυτό που είναι αληθινό· το επιχείρημα του σχετικιστή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αυτοϊκανοποίηση. Κανείς δεν σκέφτεται πραγματικά έτσι. Ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ…

 

Η ελευθερία του Θεού

Επιστρέφουμε τώρα στον Όκκαμ και στο θέμα να μην περιορίζουμε την ελευθερία του Θεού ή την παντοδυναμία Του. Κάτι που, φυσικά, δεν μπορούμε να κάνουμε. Δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να τις περιορίσουμε· μπορούμε μόνο να τις περιγράψουμε.

Το πρόβλημα είναι ότι οι νομιναλιστές, στην προσπάθειά τους να μη «στριμώξουν» τον Θεό σε ανθρώπινους όρους, να μην Τον εξηγήσουν με όρους που αφορούν τους ανθρώπους (δηλαδή με περιορισμένη ελευθερία, περιορισμένη δύναμη), Τον έκαναν όχι μόνο ανθρώπινο αλλά πολύ κατώτερο από τον καλύτερο άνθρωπο.

Αποφασισμένοι να κρατήσουν τον Θεό αναφανδόν πάνω από τον κόσμο, εντελώς ανεξάρτητο από τη δική μας βούληση, Τον έφεραν σταθερά κάτω, μέσα στον κόσμο. Με το να Τον μετατρέψουν σε αυτό το αλλόκοτο πλάσμα που μπορεί να αποφασίσει πως σήμερα οι άνθρωποι που σπρώχνουν τη γιαγιά κάτω από το λεωφορείο σώζονται, δεν Τον διατήρησαν ως κάτι πολύ ανώτερο από την ανθρωπότητα, αλλά Τον μετέτρεψαν σε κάτι που μοιάζει με ένα κουρασμένο και ιδιότροπο παιδί.

Το ζήτημα της ελευθερίας Του έγινε αντικείμενο συζήτησης με όρους του τι θα μπορούσε να επιλέξει να κάνει κάθε στιγμή. «Μπορώ να αφήσω τους κακούς να μπουν στον Παράδεισο σήμερα;»

Όμως η ελευθερία του Θεού δεν είναι η ελευθερία να κάνει αυτό ή εκείνο, αλλά η ελευθερία να ΕΙΝΑΙ αυτό που πραγματικά είναι.

Είναι αυτή που δεν μπορεί να περιοριστεί: η ελευθερία να είναι αυτό που είναι, το οποίο είναι απείρως αγαθό. Από εδώ προκύπτει η σημασία της συζήτησης να μην υποτιμάται το γεγονός ότι έθεσε τον εαυτό Του μέσα στον κόσμο για τη σωτηρία μας.

Είναι ελεύθερος σύμφωνα με τη δική Του φύση. Με τον ίδιο τρόπο, μέσα στα όριά μας, είμαστε ελεύθεροι σύμφωνα με τη δική μας φύση. Ο καθένας από εμάς που ακούει αυτήν τη διάλεξη τώρα είναι ελεύθερος να σηκωθεί και να κάνει την ανάγκη του στο πάτωμα, αλλά κανείς δεν πρόκειται να το κάνει, γιατί αυτό δεν συμβαδίζει με τη φύση μας. Στον βαθμό που έχουμε ελευθερία, έχουμε την ελευθερία να είμαστε αυτό που είμαστε, και αυτό είναι πιο σημαντικό από την ελευθερία να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο, μόνο και μόνο για να αποδείξουμε αυτήν την ελευθερία. Η ελευθερία του Θεού δεν μπορεί να περιοριστεί από το γεγονός ότι επιλέγει να μην κάνει το ένα ή το άλλο, γιατί έχει πλήρη ελευθερία να ενεργεί σύμφωνα με το τι είναι – όσο η έννοια του πράττειν μπορεί να ισχύει για τον Θεό.

 

Η παντοδυναμία του Θεού

Ας έλθουμε τώρα στην ιδέα της παντοδυναμίας. Μιλάμε για τον χρόνο και την αιωνιότητα, και συνιστά κοινό τόπο ότι η αιωνιότητα δεν είναι απλώς άπειρος χρόνος. Δεν είσαι πιο κοντά στο να βιώσεις την αιωνιότητα όταν κάθεσαι σε μια πτήση μεγάλων αποστάσεων παρά όταν περιμένεις να βράσει το νερό στην κατσαρόλα. Και το να περάσεις άλλη μια ώρα ή να ζήσεις μέχρι τα εκατό αντί για τα είκοσι, δεν σε φέρνει πιο κοντά στο να βιώσεις την αιωνιότητα. Υπάρχει μια ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον χρόνο και την αιωνιότητα: η διαφορά δεν είναι θέμα ποσότητας. Ο χρόνος και η αιωνιότητα είναι εντελώς διαφορετικές έννοιες.

Η αιωνιότητα είναι μια κατάσταση εκτός χρόνου, όχι μια μεγάλη ποσότητα χρόνου. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την παντοδυναμία. Η παντοδυναμία δεν είναι το ίδιο με το να έχεις πολλές και διάφορες δυνάμεις.

Δεν είσαι πιο κοντά στο να είσαι παντοδύναμος αν μάθεις να μιλάς μια ξένη γλώσσα ή αν καταφέρεις να σηκώσεις μεγαλύτερο βάρος στο γυμναστήριο. Η παντοδυναμία δεν είναι το να μπορείς να κάνεις πολλά και διάφορα πράγματα. Η παντοδυναμία είναι «τα πάντα», η απουσία του νοήματος της δράσης –με τον ίδιο τρόπο που η αιωνιότητα καθιστά τον χρόνο άνευ σημασίας‒ γιατί, με μια έννοια, όλα έχουν ήδη γίνει, απλώς και μόνο επειδή, αν είσαι παντοδύναμος, απλώς είσαι.

 

Η αγάπη και η παντοδυναμία του Θεού

Μπορείς να κάνεις τη σύγκριση με την εμπειρία της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι απλώς πολλή και συνεχής συμπάθεια. Δεν συμπαθείς κάποιον όλο και περισσότερο μέχρι να μετατραπεί η συμπάθεια σε αγάπη. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την αλήθεια αυτού του πράγματος είναι η αγάπη προς ένα παιδί. Μπορεί να αντιπαθείς βαθιά, με πάθος και ένταση το μικρό κακομαθημένο και, παρ’ όλα αυτά, η αγάπη που έχεις γι’ αυτό να παραμένει αμετάβλητη. Δεν μειώνεται στο ελάχιστο. Στην πραγματικότητα, ακριβώς τη στιγμή που το μισείς περισσότερο, η αγάπη σου γι’ αυτό λάμπει πιο καθαρά από ποτέ, ακριβώς γιατί δεν παίρνεις το παιδί σου και δεν το πουλάς στους γύφτους εκείνη τη στιγμή. Μένεις κοντά του. Η αποτυχία της συμπάθειας δεν μειώνει σε τίποτα την αγάπη. Η αγάπη και η συμπάθεια υπάρχουν, ας πούμε, σε διαφορετικά επίπεδα.

Όπως λέει ο Ιησούς, δεν δίνεις στο παιδί σου ένα φίδι ή μια πέτρα όταν σου ζητάει ψωμί – γιατί το βλέπεις με αγάπη. Πώς, λοιπόν, θα μας βλέπει ο Θεός; Με τον ίδιο τρόπο.

Άρα όλη αυτή η στάση του τύπου «θα είμαι καλός σήμερα, για να με συμπαθήσει ο Θεός» είναι άνευ σημασίας, γιατί το θέμα δεν είναι αν Του αρέσω: με αγαπά.

Αυτή η διάκριση ανάμεσα στη συμπάθεια και την αγάπη καταρρίπτει ολόκληρο το επιχείρημα περί περιορισμού του Θεού. Το παιδί σου δεν μπορεί ποτέ να σε εκνευρίσει τόσο, ώστε να πάψεις να το αγαπάς. Αυτή είναι η ελευθερία σου απέναντι στο παιδί – η ελευθερία να είσαι το αγαπητικό πλάσμα που είσαι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του παιδιού για το αντίθετο. Το ίδιο ισχύει και με τον Θεό: δεν ξύνει το κεφάλι Του αναρωτώμενος «Άραγε συμπαθώ στ’ αλήθεια τον John ή όχι;». Αγάπη και συμπάθεια· παντοδυναμία και πράξη: αυτά είναι διαφορετικά πράγματα, όσον αφορά το ποιόν τους, και υπάρχουν σε διαφορετικά επίπεδα.

Θα πάω στον Παράδεισο αν βοηθήσω τη γιαγιά να περάσει τον δρόμο; Ο Θεός δεν έχει «πριν» και «μετά», γιατί ο Θεός δεν υπάρχει μέσα στον χρόνο. Το «πριν» και το «μετά» μπορούν να υπάρχουν μόνο μέσα στον χρόνο. Ο Θεός υπάρχει στην αιωνιότητα, όπου δεν υπάρχει χρόνος, άρα δεν μπορεί να υπάρχει ούτε «πριν» ούτε «μετά». Επομένως, ο Θεός δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη για εμάς. Δεν μπορεί να πει: «Σε είδα να φέρεσαι άσχημα· δεν σε συμπαθώ πια», ή «Σε είδα να τη βοηθάς να περάσει τον δρόμο· έλα στον Παράδεισο!» Ούτε όμως το γεγονός ότι «δεν μπορεί να πει» περιορίζει με κάποιον τρόπο την παντοδυναμία Του.

Επιστρέφοντας στην ιδέα ότι ο Θεός μπορεί να δημιουργήσει μια πέτρα τόσο βαριά που να μην μπορεί να τη σηκώσει: το να θεωρούμε την παντοδυναμία ικανότητα να «κάνει πράγματα» καθιστά τον Θεό υποκείμενο του χρόνου. Τον υποβιβάζει στη δημιουργία, όπου δεν ανήκει, γιατί το να κάνει κάτι κανείς προϋποθέτει χρόνο, ένα «πριν» και ένα «μετά»: το πράγμα δεν είχε γίνει· τώρα έχει γίνει. Δεν υπήρχε πέτρα· τώρα υπάρχει πέτρα. Το να σύρουμε τον Θεό μέσα στον χρόνο ‒αυτό ακριβώς που έκαναν οι νομιναλιστές‒ Τον περιορίζει πολύ περισσότερο από τους περιορισμούς που προσπαθούσαν εκείνοι να αποφύγουν.

 

Πρόβλεψη, πεπρωμένο και χρόνος

Η πρόβλεψη και η προκαθορισμένη μοίρα (ειμαρμένη), βεβαίως, σχετίζονται με τις έννοιες του χρόνου. Τι θα συμβεί; Ποια είναι η σχέση που έχουμε εμείς που υπάρχουμε μέσα στον χρόνο με την απουσία του χρόνου, που είναι η αιωνιότητα;

Στενά συνδεδεμένα με τα ερωτήματα του τι μπορούμε να προβλέψουμε, τι είναι προκαθορισμένο και με ποιον τρόπο, είναι τα ερωτήματα γύρω από την προσευχή. Η πρόβλεψη και η προσευχή σχετίζονται στενά: είναι οι δύο εκδοχές της ίδιας ιδέας.

Ο Θεός δεν υπάρχει μέσα στον χρόνο· δεν έχει «πριν» και «μετά». Άρα η ιδέα ότι προσευχόμαστε λέγοντας «Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μπορείς να κάνεις αυτό ή εκείνο», και μετά ο Θεός το σκέφτεται λιγάκι και αποφασίζει αν θα εκπληρώσει ή όχι το αίτημά μας, δεν μπορεί να είναι αληθινή – γιατί αυτό προϋποθέτει το «πριν» και το «μετά» για τον Θεό. Κι όμως, δεν μπορεί η προσευχή να είναι άσχετη ή χωρίς νόημα. Κι αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί εδώ και χιλιάδες χρόνια: «Εγώ είμαι σούπερ άγιος, αλλά όταν προσευχήθηκα, ο Θεός δεν με άκουσε. Γιατί;»

Δεν θαυμάζω ιδιαίτερα τον Γκουρτζίεφ, αλλά είχε τον τρόπο του με τις λέξεις. Είπε πως πρέπει να εργαζόμαστε σαν να είναι η εργασία το μόνο πράγμα που υπάρχει και να προσευχόμαστε σαν η προσευχή να είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει. Και τα δύο είναι εξίσου ζωτικής σημασίας, αλλά υπάρχουν σε διαφορετικά επίπεδα. Η προσευχή δεν αφορά το να «σύρουμε» τον Θεό μέσα στον χρόνο, ώστε να αποφασίσει αν θα κάνει το ένα ή το άλλο.

Η προσευχή αφορά εμάς, αφορά το να αναδυθούμε από αυτόν τον κόσμο του χρόνου και να συμμετάσχουμε στην αιωνιότητα. Δεν αφορά το τι κάνει ο Θεός αλλά το τι είμαστε εμείς. Είναι η ένωση με τον Θεό στον κόσμο του καθαρού Είναι, που είναι η αιωνιότητα.

Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί και για την πρόβλεψη. Όταν προβλέπουμε, κατά μία έννοια κοιτάμε μέσα στο μικρό βιβλίο που είναι η αιωνιότητα, γιατί δεν βλέπουμε τη ζωή σαν μια ευθεία γραμμή της οποίας γνωρίζουμε μόνο το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα. Όταν προβλέπουμε, βλέπουμε τη ζωή σαν κάτι που υπάρχει στην ολότητά του τώρα. Αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να το δούμε. Ολόκληρη η «ταινία» είναι ήδη γυρισμένη.

Έτσι εξηγείται το ότι μπορούμε να κοιτάξουμε όπου θέλουμε μέσα στη ζωή αυτή. Είναι λίγο σαν ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Έχεις ένα άλμπουμ που καλύπτει είκοσι χρόνια της ζωής σου και μπορείς να το ανοίξεις όπου θέλεις. Αυτά τα είκοσι χρόνια, με έναν τρόπο, υπάρχουν ολοκληρωμένα τώρα. Και η πρόβλεψη και η προσευχή προϋποθέτουν ότι η ολότητα της ζωής μας υπάρχει όπως αυτά τα είκοσι χρόνια στο άλμπουμ· η μόνη διαφορά είναι ότι το άλμπουμ υπάρχει μόνο αφότου (φαινομενικά) έχουμε ζήσει τη ζωή, ενώ η προσευχή και η πρόβλεψη φαίνεται να υπάρχουν μόνο προτού τη βιώσουμε. Όμως, το «πριν» και το «μετά» είναι πράγματα που αντιλαμβανόμαστε μόνο εξαιτίας της θέσης μας μέσα στα όρια του χρόνου και, επομένως, δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να τα παίρνουμε και τόσο στα σοβαρά. Το «πριν» και το «μετά» δεν είναι απαραίτητα οι λέξεις που καθορίζουν το ζήτημα.

Ο Θωμάς Ακινάτης όρισε τον χρόνο ως το μέτρο του «πριν» και του «μετά» εν τω γίγνεσθαι. Όλοι γνωρίζουμε ότι η δική μας αντίληψη του χρόνου σχετίζεται άμεσα με το πόση αλλαγή λαμβάνει χώρα γύρω μας. Κάθεσαι σε ένα γραφείο και κοιτάς το ρολόι να γυρίζει, περιμένοντας να πάει πέντε για να φύγεις. Τίποτα δεν αλλάζει. Υπάρχει ελάχιστο «πριν» και «μετά» κατά τη διάρκεια. Έτσι ο χρόνος κυλάει πάρα πολύ αργά. Πας διακοπές για μια εβδομάδα με συνεχείς εναλλαγές, και –να το!– «πώς περνάει η ώρα όταν διασκεδάζεις!».

Η πραγματική αντίληψη που έχουμε για τον χρόνο περιλαμβάνεται μέσα σε αυτόν τον ορισμό. Ο Ακινάτης λέει επίσης ότι η αιωνιότητα υπάρχει ως το όλον ταυτόχρονα, ενώ ο χρόνος όχι. Δηλαδή, η αιωνιότητα είναι παρούσα ως ένα ενιαίο πράγμα, πάντοτε αμετάβλητη και άρα τελείως διαφορετική από τον χρόνο. Όταν ήμουν νέος, μια πολύ διαδεδομένη ιδέα ήταν πως η αιωνιότητα είναι το στιγμιαίο παρόν, το «τώρα». Όμως η αιωνιότητα δεν είναι το ίδιο με το να είσαι πάντα στο παρόν, γιατί αυτό το παρόν συνεχώς αλλάζει. Η αιωνιότητα, εάν είναι ένα όλον ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αλλάξει – και δεν το κάνει.

Ένα προφανές παράδειγμα: δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι κατά τη διάρκεια της Ενσάρκωσης υπήρχε μια άδεια θέση στο τραπέζι στον Παράδεισο. Δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή εκεί. Ήταν εκεί πάνω, την ίδια στιγμή που ήταν και εδώ κάτω. Κι αν δεν υπάρχει αλλαγή στον Παράδεισο, τότε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν μπορούμε να δεχθούμε την ιδέα ότι υπάρχει μια άδεια θέση εκεί πάνω με το όνομά μου και ότι μια μέρα οι άγγελοι με φανφάρες θα με υποδεχθούν: «Ωπ, παιδιά, έφτασε ο John!» Γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε αλλαγή μέσα στην αιωνιότητα.

Συνεπώς, όσο μπορώ να αντιληφθώ, μπορούμε να συμπεράνουμε μόνο ότι πρέπει πάντα να είμαστε εκεί στον Παράδεισο συνεχώς. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αντίθετο με το να υπάρχουμε εδώ κάτω. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα ότι δεν είναι αντίθετο με το να υπάρχουμε-εδώ-τώρα είναι το εξής επιχείρημα: όταν ο Θεός ήταν παρών στη Γη κατά την Ενσάρκωση, ήταν επίσης και εκεί ψηλά στον Παράδεισο. Είχε μια ύπαρξη μέσα στον χρόνο αλλά και την ύπαρξή Του στην αιωνιότητα· και αυτό είναι το πρότυπο για τη δική μας ύπαρξη.

Ποια, λοιπόν, είναι η σχέση της ζωής μας, όπως υπάρχει στην πλήρη ολοκλήρωσή της στην αιωνιότητα, με τη ζωή μας εδώ στη Γη, όπου την αντιλαμβανόμαστε να ξεδιπλώνεται βήμα-βήμα; Ας υποθέσουμε ότι έχετε ένα παιδί, το οποίο φυσικά αγαπάτε. Αποφασίζετε να μαγειρέψετε στο παιδί σας το αγαπημένο του φαγητό. Η αγάπη που έχετε για το παιδί σας παραμένει αναλλοίωτη στην καρδιά σας· δεν φεύγει, δεν αλλάζει. Παραμένει ακριβώς εκεί που είναι. Το γεγονός ότι αποφασίζετε να μαγειρέψετε για το παιδί σας τη συγκεκριμένη στιγμή δεν σημαίνει ότι ξαφνικά το αγαπάτε περισσότερο. Απλώς αγαπάτε το παιδί, οπότε λέτε: «Εντάξει, θα σου μαγειρέψω». Όμως τώρα έχετε πάρει την απόφαση να μαγειρέψετε στο παιδί σας ένα γεύμα. Η αγάπη για το παιδί σας παραμένει στην καρδιά σας, αμετάβλητη. Ταυτόχρονα, όμως, η αγάπη αυτή εκδηλώνεται έξω από την καρδιά σας, εξαπλώνεται στον κόσμο. Πηγαίνετε στο μαγαζί να αγοράσετε τα υλικά για το φαγητό. Μετά γυρίζετε σπίτι, μαγειρεύετε και σερβίρετε το γεύμα στο παιδί σας. Αυτή είναι η αγάπη που εκτείνεται στον χρόνο και την ίδια στιγμή παραμένει αμετάβλητη μέσα σας.

Η αγάπη για το παιδί σας υπάρχει στην εντέλεια στην καρδιά σας. Είναι αυτή που είναι. Όμως, όταν αυτή εκδηλώνεται στον χρόνο, τα πράγματα δεν πηγαίνουν πάντα όπως τα σχεδιάσατε. Πηγαίνετε στο μαγαζί για τα υλικά, αλλά δεν έχουν το απαραίτητο συστατικό που δίνει τη γεύση που θέλετε, οπότε μαγειρεύετε κάτι άλλο. Ή αποσπάται η προσοχή σας ενώ μαγειρεύετε. Χτυπάει το τηλέφωνο και βάζετε καγιέν αντί για ζάχαρη ή το φαγητό καίγεται. Ή έρχεται χωρίς να τον περιμένετε ένας συντετριμμένος φίλος σας με ένα μπουκάλι μπράντι, οπότε αναβάλλετε το γεύμα για αύριο. Και, φυσικά, όσο καλά και να μαγειρέψετε το γεύμα, ποτέ δεν είναι τόσο καλό όσο θα θέλατε. Ό,τι κι αν συμβεί, δεν μπορείτε να προσθέσετε αρκετή «μαγική σκόνη» σε αυτό το γεύμα ώστε να γίνει όσο τέλειο θέλετε, γιατί η αγάπη που υπάρχει στον χρόνο δεν μπορεί ποτέ να ανταγωνιστεί την αγάπη που υπάρχει ταυτόχρονα και αμετάβλητη στην καρδιά σας.

Εννοώ ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να μοιάζει με τη σχέση ανάμεσα στην ύπαρξή μας όπως πρέπει να είναι ες αεί στον Παράδεισο και στην ύπαρξή μας στον χρόνο εδώ και τώρα. Ποτέ δεν μπορεί να εξελιχθεί τόσο καλά όσο θα έπρεπε. Κάπως έτσι συνεχίζουμε να ρίχνουμε καγιέν αντί για ζάχαρη ή να καίμε το φαΐ ή το μπράντι να μπαίνει εμπόδιο.

 

Η αστρολογία υπάρχει μόνο μέσα στον χρόνο

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή μας στον Ουρανό υπάρχει με τον ίδιο τρόπο όπως η ζωή μας εδώ. Δεν κάθεσαι στον Ουρανό γυρίζοντας τις σελίδες ενός βιβλίου αστρολογίας, γιατί αυτό θα σήμαινε πριν και μετά, μια αλλαγή, κάτι που δεν μπορεί να υπάρχει εκεί. Τίποτα εκεί δεν μπορεί να αλλάξει, επειδή δεν υπάρχει χρόνος. Όμως αυτή η ιδέα, το «όπως πάνω έτσι και κάτω», είναι απολύτως συμβατή με το μοντέλο του σύμπαντος που έχουμε, γιατί στο μοντέλο μας υπάρχουν τα 12 ζώδια, το 3 επί 4, οι 3 τρόποι και τα 4 στοιχεία που υπάρχουν όλα μαζί σε όλες τις πιθανότητές τους. Έπειτα έχουμε την επέκταση μέσω των 7 πλανητών, το 3 + 4, καθώς οι 7 πλανήτες φέρνουν αυτά τα στοιχεία στη ζωή που γνωρίζουμε, στους 12 οίκους του γενέθλιου χάρτη. Όμοια με την ύπαρξη της ζωής στον χρόνο, οι 7 πλανήτες δεν αρνούνται ούτε μειώνουν τα ζώδια (τα ζώδια παραμένουν εκεί, αμετάβλητα: οι 7 πλανήτες είναι απλώς η ύπαρξή τους στον χρόνο, που έλκει μέρος από τις δυνατότητές τους στον κόσμο), έτσι και η ζωή μας στον χρόνο φέρνει μαζί της κάτι από το αιώνιο δυναμικό της στον κόσμο.

Ακροατής: Έτσι, ο ρόλος των πλανητών περιορίζεται σε αυτόν τον κόσμο και όχι στην αιωνιότητα;

Ναι, γιατί οι πλανήτες υφίστανται εντός του χρόνου. Αυτός είναι ο λόγος που ο πρώτος από αυτούς είναι ο Κρόνος: ο χρόνος. Περιορίζονται από τον χρόνο και υπάρχουν μόνο μέσα στον χρόνο.

 

Το παράδοξο της σχέσης της ελεύθερης βούλησης και του πεπρωμένου

Η δική μας κατάσταση όσον αφορά την πρόβλεψη και την προφανή αντίφαση μεταξύ ελεύθερης βούλησης και ειμαρμένης δεν είναι σαν αυτήν του θεατή που παρακολουθεί μια ταινία και αναρωτιέται τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η δική μας κατάσταση μοιάζει με αυτήν του ανθρώπου μέσα στην ταινία. Εμείς είμαστε ο Ρικ που αναρωτιέται αν αυτός ή ο Βίκτορ Λάζλο θα επιβιβαστεί στο αεροπλάνο με την Ίλσα. Τι θα επιλέξω να κάνω; Ο Ρικ έχει την ελεύθερη βούλησή του. Είναι δική του επιλογή αν θα επιβιβαστεί αυτός ή ο Λάζλο. Ωστόσο, η απόφαση έχει ήδη ληφθεί. Η ταινία έχει ήδη γυριστεί. Και όμως, μόνο με την άσκηση της δικής του ελεύθερης βούλησης ξετυλίγεται η ταινία όπως πρέπει, όπως μπορεί, όπως αναπόφευκτα θα γίνει. Το προκαθορισμένο να συμβεί (το ότι η ταινία έχει γυριστεί) επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την άσκηση της ελεύθερης βούλησης από τον Ρικ.

Η αιωνιότητα της ζωής μας όπως υπάρχει στον Παράδεισο, διαρκώς και τώρα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άσκηση της ελεύθερης βούλησής μας.

Απλώς η ελεύθερη βούληση υπάρχει στον χρόνο, ενώ η προκαθορισμένη μοίρα υπάρχει στην αιωνιότητα. Η μία είναι το 3 x 4, η άλλη το 3 + 4. Η μία μπορεί να υπάρχει μόνο στον χρόνο, η άλλη μόνο στην αιωνιότητα. Γιατί λοιπόν δεν μπορούμε να το δούμε αυτό; Γιατί δεν ξέρω αν θα είμαι εγώ ή ο Βίκτορ Λάζλο που θα επιβιβαστεί στο αεροπλάνο με την Ίλσα; Γιατί η ζωή θα ήταν απελπιστικά δύσκολη αν το ήξερα! Μπορείς να φανταστείς να ήξερες τα πάντα εκ των προτέρων για όσα θα συμβούν; Αυτό θα ήταν πραγματικά δυσάρεστο. Κοίταξε το μεγάλο παράδειγμα Εκείνου που ήξερε εκ των προτέρων τι θα συμβεί. Δεν ήταν ευτυχισμένος γι’ αυτό, αγωνιώντας στον Κήπο της Γεσθημανή. «Ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». «Δεν θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι. Θέλω να κάνω κάτι άλλο».

Ένα παράδειγμα της σχέσης μεταξύ ελεύθερης βούλησης και της προκαθορισμένης μοίρας είναι πάλι ο Ιησούς, ο οποίος, όπως μας λένε επανειλημμένα, ενεργεί με πλήρη συνειδητότητα και με δική Του ελεύθερη βούληση, «προς εκπλήρωση των Γραφών». Γιατί, περισσότερο από οποιονδήποτε, γνωρίζει τι υπάρχει «εκεί πάνω» ενώ βρίσκεται «εδώ κάτω», ζώντας τη ζωή εν χρόνω. Γνωρίζει τι υπάρχει στο σενάριο. Επομένως, επιλέγει σκόπιμα να δράσει με τον μόνο τρόπο που μπορεί να δράσει. Ακριβώς όπως κάνουμε κι εμείς, προς εκπλήρωση των δικών μας προσωπικών σεναρίων, γιατί δεν έχουμε εναλλακτική. Δεν υπάρχει άλλο σενάριο· όμως ζούμε αυτό το σενάριο μέσω της δικής μας ελεύθερης βούλησης.

Η παραδοχή ότι η ταινία είναι ήδη γυρισμένη, γεννά συχνά το ερώτημα αν χρειάζεται να αναλάβουμε δράση για να δημιουργήσουμε τα γεγονότα της ζωής, εφόσον θα συμβούν έτσι κι αλλιώς. Φυσικά και όχι! Εκτός κι αν η ταινία μας αφορά κάποιον που περνάει ολόκληρη τη ζωή του καθισμένος στον καναπέ. Αν ο Ρικ δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία, κανείς δεν θα ανέβαινε στο αεροπλάνο.

Το να μην ενεργήσουμε δεν είναι επιλογή, εκτός αν η ζωή μας είναι μια ζωή απόλυτης αδράνειας. Βρισκόμαστε μέσα στην ταινία όχι στο κοινό. Ούτε μπορούμε να βγούμε έξω από την ταινία για να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Αυτή είναι μια συνηθισμένη ψευδαίσθηση σχετικά με τη φύση της αστρολογικής συμβουλής, σαν να λαμβάνει χώρα η συμβουλή έξω από τη ζωή. «Θα βγω έξω από τη ζωή μου, θα δεχτώ τη συμβουλή και μετά θα ξαναμπώ σε μια διαφορετική ζωή». Σαν να έβγαινε ο Ρικ από την Καζαμπλάνκα και να αποφάσιζε να μπει μέσα στην ταινία Τραγουδώντας στη βροχή, επειδή αυτό του πρότεινε ο αστρολόγος του. Η συμβουλή είναι εξίσου μέρος της ζωής –μέρος της ταινίας– όσο και οτιδήποτε άλλο σε αυτήν τη ζωή.

Αν δεν γέμιζα, έστω και ελάχιστα, τα λεπτά ανάμεσα στην ενέργεια Α και την ενέργεια Β δεχόμενος την αστρολογική συμβουλή, όση αξία ή μη αξία κι αν είχε αυτή η συμβουλή, και ανεξάρτητα από το αν την έλαβα υπόψη μου ή όχι, τότε θα έκανα κάτι άλλο εκείνα τα λεπτά ανάμεσα στην Α και τη Β ενέργεια, ακόμα κι αν απλώς έξυνα τη μύτη μου. Η ενέργεια Β θα ήταν λοιπόν αδύνατη, γιατί η κατάστασή μου θα ήταν διαφορετική. Η ενέργεια Γ που ίσως μετά ακολουθούσε, θα μπορούσε να μοιάζει πολύ με την ενέργεια Β, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι η ενέργεια Β. Αν η Β είναι ό,τι υπάρχει στην ταινία μου, η Β ταυτίζεται με την ενέργεια που θα κάνω.

Το προφανές παράδοξο με την ελεύθερη βούληση και την προκαθορισμένη μοίρα είναι ότι αυτά τα δύο πράγματα υπάρχουν –θα έλεγε κανείς‒ «ταυτόχρονα»· αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν ταυτόχρονα μόνο για εμάς σε αυτόν τον κόσμο, επειδή μόνο στον κόσμο αυτό υπάρχει κοινός χρόνος για να υπάρξουν μαζί, αφού στην αιωνιότητα δεν υπάρχει χρόνος. Η δυσκολία μας να το κατανοήσουμε προέρχεται από την οπτική μας γωνία. Επειδή βρισκόμαστε εδώ, σε αυτόν τον κόσμο, δεν είμαστε ικανοί να σκεφτούμε με όρους που δεν περιλαμβάνουν τον χρόνο, δηλαδή ένα «πριν» και ένα «μετά». Αυτό αποδεικνύεται και από το ίδιο το γεγονός ότι σκεφτόμαστε: υπήρξε μια στιγμή πριν να κάνω αυτήν τη σκέψη και υπάρχει μια στιγμή μετά. Η σκέψη είναι δυνατή μόνο μέσα στον χρόνο.

Αυτό είναι το νόημα πίσω από τον μύθο των Διδύμων, του Κάστορα και του Πολυδεύκη. Ο Κάστωρ αντιπροσωπεύει τη ζωή στον χρόνο, που αναπόφευκτα θα λήξει, γιατί ό,τι υπάρχει μέσα στον χρόνο πρέπει να πεθάνει. Και ο Πολυδεύκης είναι αθάνατος επειδή υπάρχει εκεί πάνω, στην αιωνιότητα. Στη γλώσσα του μύθου, τα αδέλφια είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο, που βλέπουμε με διαφορετικούς τρόπους. Αυτοί οι δίδυμοι γεννιούνται μέσα σε ένα αυγό, την εικόνα της ψυχής, της δικής μας ψυχής. Αλλά δεν είναι ο καθένας το 50% της ψυχής μας: ένα θνητό μισό και ένα αθάνατο μισό. Είναι και οι δύο το 100% της ψυχής μας, γιατί τα αδέλφια είναι το ίδιο πρόσωπο, που βλέπουμε με διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχουν 100% στον χρόνο σε αυτόν τον κόσμο· υπάρχουν 100% στην αιωνιότητα, ακριβώς όπως το 3 και το 4 υπάρχουν στο 3 + 4 στον χρόνο και στο 3 x 4 της αιωνιότητας. Αυτή είναι η κατάστασή μας: είμαστε 100% εδώ κάτω και 100% εκεί πάνω. Το πρόβλημα είναι ότι συνειδητοποιούμε κυρίως μόνο το 100% που είναι εδώ κάτω.

 

Η αναίρεση του χρόνου από την αγάπη

Πρόκειται για ένα πράγμα που αναμφίβολα ακούγεται πολύ αφηρημένο και θεωρητικό. Αλλά όλοι το γνωρίζουμε με έναν πραγματικό και μη αφηρημένο τρόπο, γιατί όλοι το έχουμε βιώσει οι ίδιοι, όταν περνάμε μέσα από την πύλη προς την αιωνιότητα που ανοίγεται από την αγάπη. Όταν αγαπάμε, το μέρος που είναι ολοκληρωτικά Εγώ, το σύνολο του Εγώ, αγαπάει το μέρος που είναι ολοκληρωτικά Εσύ, το σύνολο του Εσύ. Εντάξει, απομακρυνόμαστε από αυτήν την αντίληψη μέσα από τη φθορά και το πέρασμα του χρόνου, αλλά η αγάπη είναι η αληθινή ουσία και όχι η απόσταση που δημιουργείται. Και στην αγάπη γνωρίζουμε πολύ καλά εκείνο το αίσθημα που υπερβαίνει τον χρόνο: «Αγάπη μου, νιώθω ότι σε ξέρω από πάντα». Το αίσθημα αυτό δεν είναι ρομαντική ψευδαίσθηση, είναι απόλυτα πραγματικό: μια στιγμιαία ματιά στη ζωή μας, που υπάρχει πλήρως σχηματισμένη στην αιωνιότητα.

 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ:

1. Ο σκεπτικισμός είναι μια στάση αμφισβήτησης ή αμφιβολίας απέναντι σε ισχυρισμούς γνώσης που θεωρούνται απλώς πεποιθήσεις ή δόγματα. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο είναι σκεπτικό απέναντι σε ισχυρισμούς της κυβέρνησής του σχετικά με έναν συνεχιζόμενο πόλεμο, τότε το άτομο αμφιβάλλει για την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σκεπτικιστές συνήθως δεν συνιστούν την πλήρη απόρριψη των ισχυρισμών, αλλά την αναστολή της πίστης, δηλαδή τη διατήρηση μιας ουδέτερης στάσης που ούτε επιβεβαιώνει ούτε αρνείται τον ισχυρισμό. Αυτή η στάση συχνά προκύπτει από την εντύπωση ότι τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή για να στηρίξουν τον ισχυρισμό. Τυπικά, ο σκεπτικισμός αποτελεί αντικείμενο μελέτης της φιλοσοφίας, και ιδιαίτερα της επιστημολογίας. Ο σκεπτικισμός ως έκφραση αμφισβήτησης ή αμφιβολίας μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε θέμα, όπως η πολιτική, η θρησκεία ή η ψευδοεπιστήμη.

2. Νομιναλισμός ή ονοματοκρατία αποκαλείται το φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι λέξεις και τα ονόματα τα οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αφορούν την ουσία, την αλήθεια ή την αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων, αλλά την ύπαρξη και τις ιδιότητές τους. Στην ουσία ο νομιναλισμός, αποτελεί το αντίρροπο φιλοσοφικό σύστημα του ρεαλισμού (πραγματοκρατία). Πήρε την ονομασία του κατά την εποχή του σχολαστικισμού, όμως σήμερα ο προσδιορισμός νομιναλιστικό αποδίδεται σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα αρνείται ότι οι έννοιες, οι ιδέες, οι νοητικές κατασκευές έχουν αντικειμενικότητα ή αντικειμενική (ή γενική, ή καθολική) ύπαρξη ανεξάρτητη από την ύπαρξη τους στο νου του υποκειμένου που σχηματίζει αυτές τις έννοιες. [https://el.wikipedia.org/]

3. Γουλιέλμος του Όκκαμ (William of Ockham, 1287-1347). Άγγλος Φραγκισκανός μοναχός, σχολαστικός φιλόσοφος, διανοούμενος και θεολόγος που γεννήθηκε στο Όκκαμ, ένα χωριό του Σάρρεϋ σπουδάζοντας αρχικά στην Οξφόρδη. Θεωρείται πρωτοπόρος του νομιναλισμού και είναι γνωστός για τη μεθοδολογική αρχή που διατύπωσε και φέρει το όνομά του: Το Ξυράφι του Όκκαμ. Κατά το σύστημα της εποχής ο μοναχός αυτός έμεινε γνωστός με το όνομά του Γουίλλιαμ και τον τόπο της καταγωγής του. Το έργο του κατά την περίοδο αυτή αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης και ο Γουλιέλμος κλήθηκε σε απολογία και παραπέμφθηκε στο Παπικό δικαστήριο της Αβινιόν το 1324 με την κατηγορία του αιρετικού και καταδικάστηκε.

4. Δεσιδέριος Έρασμος Ροτεροδάμος (λατ: Desiderius Erasmus Roterodamus, 28 Οκτωβρίου 1466-12 Ιουλίου 1536), γνωστός ως Έρασμος ή Έρασμος του Ρότερνταμ. Ολλανδός ανθρωπιστής, καθολικός ιερέας, δάσκαλος και θεολόγος. Ο Έρασμος ήταν κλασικός λόγιος που έγραφε σε «καθαρή» λατινική γλώσσα. Έμαθε πολύ καλά αρχαία ελληνικά που δίδαξε για ένα διάστημα στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας, ενώ ερασμιακή λέγεται και το πρότυπο προφοράς της αρχαίας ελληνικής που καθιέρωσε.

5. Σχολαστικισμός ονομάζεται το θεολογικό και φιλοσοφικό ρεύμα που άκμασε από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα στην ευρωπαϊκή Δύση, στον χώρο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, και αποσκοπούσε στη συμφιλίωση της φιλοσοφίας που αναπτύχθηκε από τους αρχαίους κλασικούς φιλοσόφους, όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας, με τη μεσαιωνική θεολογία. Συχνά οι σχολαστικοί θεολόγοι δεν περιορίζονταν στα θεολογικά ζητήματα, αλλά ασχολούνταν και με ζητήματα επιστημονικά, δίδασκαν δε θεολογία, αλλά και τα εγκύκλια μαθήματα της εποχής σε εκκλησιαστικές σχολές, σε πανεπιστήμια και μονές. Οι σχολαστικοί έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη λογική θεμελίωση των θέσεών τους και χρησιμοποιούσαν τις φιλοσοφικές μεθόδους στο πεδίο της θεολογίας· προσέγγιζαν δηλαδή τη θεολογία με τις επιστημονικές μεθόδους της εποχής τους. Κύριος σκοπός της θεολογίας τους ήταν η μελέτη της Αγίας Γραφής και η ερμηνεία της διά μέσου της λογικής διερεύνησης..

6. Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546). Γερμανός Αυγουστινιανός μοναχός, καθηγητής θεολογίας, ο εμπνευστής της Μεταρρύθμισης. Θεωρούσε την υπόσχεση του Θεού για χάρη και δικαίωση μέσω του Ιησού Χριστού ως το μοναδικό θεμέλιο της χριστιανικής πίστης. Σε αυτήν τη βάση, θέλησε να εξαλείψει τις λανθασμένες εξελίξεις στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εκείνης της εποχής και να επαναφέρει την εκκλησία στην αρχική της μορφή σύμφωνα με το Ευαγγέλιο («Μεταρρύθμιση»). Αντίθετα με την πρόθεση του Λούθηρου, κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης σημειώθηκε σχίσμα στην εκκλησία, από το οποίο προέκυψαν οι Ευαγγελικές Λουθηρανικές εκκλησίες και άλλα προτεσταντικά δόγματα. Η θεολογία και η εκκλησιαστική πολιτική του Λούθηρου συνέβαλαν σε βαθιές αλλαγές στην ευρωπαϊκή κοινωνία και τον πολιτισμό.

7. Φραγκίσκος Πετράρχης (Francesco Petrarca, 1304-1374). Ιταλός λόγιος, ποιητής και ένας από τους παλαιότερους Ουμανιστές της Αναγέννησης.

8. Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (René Descartes‎‎ 1596-1650). Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας φυσικών επιστημών. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς φέρεται ως δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. Αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Προσπάθησε και κατόρθωσε να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από τον σχολαστικισμό, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου απελευθερώνοντας το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος.

9. Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal‎‎, 1623-1662). Γάλλος μαθηματικός, φυσικός, συγγραφέας, φιλόσοφος και θεολόγος.